Οσάκα

Οσάκα
Πόλη (2 636 249 κάτ.) της νοτιοδυτικής Ιαπωνίας, στο νησί Χονσού, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (1.869 τ. χλμ.). Βρίσκεται στις εκβολές του ποταμού Γιόντο ο οποίος, καθώς χωρίζεται σε διάφορους βραχίονες συνδεδεμένους μεταξύ τους με διώρυγες, σχηματίζει στο εσωτερικό της πόλης ένα πυκνό δίκτυο υδάτινων οδών, που είχε διαδραματίσει παλαιότερα αρκετά σημαντικό ρόλο στην εμπορική ανάπτυξή της. Η πόλη, που βρίσκεται περίπου 400 χλμ. προς τα ΝΔ του Τόκιο, είναι σημαντικότατος σιδηροδρομικός και οδικός κόμβος και υποχρεωτικός σταθμός μεγάλης σημασίας αεροπορικών και εσωτερικών και διεθνών ναυτιλιακών γραμμών. Με τις γειτονικές πόλεις Κόμπε, Αμαγκασάκι, Νισινομίγια, Σακάι και πολυάριθμες άλλες μικρότερες σχηματίζει ένα τεράστιο αστικό συγκρότημα διατεταγμένο, σε μορφή τόξου, γύρω από τον κόλπο της O., το οποίο αποτελεί το μεγαλύτερο βιομηχανικό και εμπορικό συγκρότημα της χώρας και όλης της Άπω Ανατολής. Η πόλη, που έχει αρχαιότατη προέλευση, αναφέρεται με την ονομασία Νανίβα, από τον 15o αι., ως έδρα αυτοκρατορικού ανάκτορου. Αλλά μόνο κατά το δεύτερο μισό του 16ου αι., μετά την κατασκευή από τον Τοτογιόμι Χιντεγιόσι ενός τεράστιου πύργου (του μεγαλύτερου της Ιαπωνίας), κλήθηκαν εκεί, από τη Φουσίμι (που σήμερα έχει ενσωματωθεί με το Κιότο) και από τη Σακάι, επιχειρηματίες και έμποροι κάθε είδους, που συνέβαλαν κατά μεγάλο μέρος στην πρώτη ανάπτυξή της. Η ανάπτυξη αυτή έγινε όλο και πιο έντονη, ιδιαίτερα μετά το άνοιγμα του λιμανιού της στο εμπόριο με τις ξένες χώρες, το 1868. Κατά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο υπέστη σοβαρές ζημιές, αλλά ανοικοδομήθηκαν γρήγορα τα κτίρια και οι λιμενικές και βιομηχανικές εγκαταστάσεις της. Το λιμάνι, που επισκευάστηκε με την προσθήκη επιβλητικών προστατευτικών έργων και προικίστηκε με τις πιο σύγχρονες εγκαταστάσεις, έχει μώλους, δεξαμενές, ναυπηγεία, ντοκ, σε έκταση δεκάδων χιλιομέτρων, που ανεβαίνουν συχνά κατά μήκος των διαφόρων βραχιόνων του Γιόντο και απορροφούν μεγάλο μέρος της θαλάσσιας διακίνησης, ιδιαίτερα με το εξωτερικό, η οποία προηγούμενα γινόταν από την Κόμπε. Σε αυτό εισρέουν κυρίως πρώτες ύλες (δημητριακά, ακατέργαστο βαμβάκι), σάκχαρα, χημικά λιπάσματα, φωσφάτα και εξαγώγιμα προϊόντα κατά μεγάλο μέρος βιομηχανικά (βαμβακερά υφάσματα, μηχανήματα, σκεύη, ενδύματα), χημικά και προϊόντα μεταλλουργίας, σίδηρου και αλουμινίου. Η πόλη, της οποίας ο οικονομικός και διοικητικός πυρήνας εκτείνεται στην αριστερή όχθη του Γιόντο, αποτελεί πολιτιστικό κέντρο πρωταρχικής σημασίας και είναι έδρα μερικών πανεπιστημίων. Πλούσια σε πάρκα και κήπους, έχει επίσης ενδιαφέροντα μνημεία, μεταξύ των oποίων πολυάριθμους ναούς κάθε ρυθμού και εποχής, διάφορες καλλιτεχνικές γέφυρες, και τον πύργο του Χιντεγιόσι, που ανοικοδομήθηκε μετά την πυρκαγιά του 1615. Μερικές κεντρικές συνοικίες της πόλης έχουν διατηρήσει, παρά την προοδευτική δυτικοποίησή της (που είναι φανερή κυρίως στην πολεοδομία και στην αρχιτεκτονική της), τυπικά παραδοσιακά χαρακτηριστικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Κουμάνο-Γκο, Χιτόσι — (Hitoshi Kumano Go, Αρίτα 1935 – Οσάκα 1982). Ιάπωνας μαθηματικός. Αποφοίτησε από τη μαθηματική σχολή του πανεπιστημίου της Οσάκα το 1958. Εκεί συνέχισε για την εκπόνηση της διδακτορικής του διατριβής με θέμα τις ιδιόμορφες διαταραχές στις… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… …   Dictionary of Greek

  • ζορούρι — Ιαπωνική ονομασία του θεάτρου με μαριονέτες. Ζ. είναι η ηρωίδα ενός δράματος του 16ου αι., που διαδόθηκε πολύ με τους πλανόδιους τραγουδιστές. Η ονομασία κατέληξε να δηλώνει ένα ρεπερτόριο δραματικό λογοτεχνικό που προοριζόταν για απαγγελία. Στα… …   Dictionary of Greek

  • Χάρα, Τακάσι — (1856 – 1921). Ιάπωνας πολιτικός, δημοσιογράφος και διπλωμάτης. Σπούδασε νομικά και αρχικά ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Αργότερα ακολούθησε διπλωματική σταδιοδρομία και το 1886 διορίστηκε επιτετραμμένος στο Παρίσι. Το 1892 διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …   Dictionary of Greek

  • μπάσο — (Ουένο 1643 – Οσάκα 1694). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ιάπωνα ποιητή Μανεφούσα Ματσούο. Υπήρξε οξύς παρατηρητής της φύσης την οποία περιέγραψε στα περιπαθή ταξιδιωτικά ημερολόγιά του, γραμμένα ανάμεικτα σε πεζό και στίχους. Ως ποιητής έδωσε μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • Άνταμς, Γουίλιαμ — (William Adams, 1564 – 1620). Άγγλος θαλασσοπόρος. Αρχικά υπηρέτησε στο αγγλικό πολεμικό ναυτικό, αργότερα όμως παραιτήθηκε και αναζήτησε την τύχη του στην Ανατολή με τα πλοία της Ολλανδικής Εταιρείας των Ινδιών. Το 1600 ναυάγησε στο νησί Κιου… …   Dictionary of Greek

  • Ειρηνικός ωκεανός — (αγγλ. Pacific Ocean). Θαλάσσια έκταση (166.000.000 τ. χλμ, 180 εκατ. τ. χλμ. μαζί με τις εσωτερικές συνεχόμενες θάλασσες) που εκτείνεται από τις αρκτικές έως τις ανταρκτικές περιοχές. Είναι ο μεγαλύτερος σε βάθος και έκταση ωκεανός της υδρογείου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”